- ἄκαμπτα
- ἄκαμπτοςunbentneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ακτινόποδα — τα Ζωολ. ομοταξία τού φύλου τών Πρωτόζωων. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η ύπαρξη ακτινωτών ψευδοποδίων ευθύγραμμων και λεπτών άλλα από αυτά είναι μαλακά (ινοπόδια) και άλλα έχουν γίνει άκαμπτα (αξονοπόδια) λόγω ενός σκελετικού πρωτεϊνικού… … Dictionary of Greek
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek
αδαμαστί — ἀδαμαστί επίρρ. (Μ) [ἀδάμαστος] άκαμπτα, ακαταπόνητα … Dictionary of Greek
ακαμπτόπους — ἀκαμπτόπους ( ποδος), ο, η (Α) εκείνος που έχει άκαμπτα ή δύσκαμπτα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκαμπτος + πούς] … Dictionary of Greek
αστεμφής — ἀστεμφής, ές (Α) [στέμβω] Ι. 1. αμετακίνητος, αδιάσειστος 2. (για πρόσ.) άκαμπτος σκληρός 3. μτφ. αμετάπειστος, αδιάλλακτος II. (το ουδ. στον εν. ως επίρρ.) ἀστεμφές σκληρά, άκαμπτα … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… … Dictionary of Greek
κομφουκιανισμός — Πολιτικό, φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που έλαβε την ονομασία του από τον Κινέζο φιλόσοφο Κοφούκιο (βλ. λ.). Το σύστημα αυτό διαδόθηκε και πέρα από τα σύνορα της Κίνας (Κορέα, Ιαπωνία) και αναπτύχθηκε, στην πορεία των αιώνων, από άλλους… … Dictionary of Greek